θύλακες

θύλακες
θύ̱λακες , θῦλαξ
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης …   Dictionary of Greek

  • δεμόδηξ — ο βιολ. γένος Ακάρεων, τής οικογένειας τών δεμοδηκιδών, το οποίο περιλαμβάνει μικροσκοπικές μορφές που προσβάλλουν τους σμηγματογόνους θύλακες τών Θηλαστικών και μπορούν να προκαλέσουν δερματικές παθήσεις («δεμόδηξ ο θυλακικός», «δεμόδηξ τών… …   Dictionary of Greek

  • κερκοπίθηκος — Γένος πιθήκων, πολύ διαδεδομένο στην τροπική Αφρική και στη ζώνη του ισημερινού. Το σώμα τους έχει το μέγεθος γάτας και είναι λεπτό και ευκίνητο. Τα μπροστινά τους άκρα μοιάζουν με τα πίσω, ενώ έχουν πολύ ανεπτυγμένο το μεγάλο δάχτυλο. Η ουρά… …   Dictionary of Greek

  • ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

  • σουλίδες — (Sulidae). Οικογένεια πελεκανόμορφων πουλιών που αριθμεί 9 είδη. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής χαρακτηρίζονται από ρινοθήκη που δε λυγίζει στην άκρη της και δεν έχουν σάκκο κάτω από το ράμφος τους για την αποθήκευση της τροφής. Είναι έμπειροι… …   Dictionary of Greek

  • υδατάρθρωση — η, Ν ιατρ. νόσος τών αρθρώσεων, που οφείλεται σε υπερκόπωση και κατά την οποία παρατηρείται υπερέκκριση και συσσώρευση αρθρικού υγρού μέσα στους αρθρικούς θύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + άρθρωση] …   Dictionary of Greek

  • άγλωσσα — I (aglossa).Έντομα της οικογένειας των πυραλιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Είναι οι γνωστοί σκώροι, που επιφέρουν ζημιές σε διάφορα υλικά. Πρόκειται για πεταλούδες μικρού μεγέθους, που πολλές φορές βρίσκονται και μέσα στα σπίτια. Έχουν διάφορα …   Dictionary of Greek

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”